πιστωτικός συνεταιρισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]πιστωτικός συνεταιρισμός • (pistotikós synetairismós) m (plural πιστωτικοί συνεταιρισμοί)
πιστωτικός συνεταιρισμός • (pistotikós synetairismós) m (plural πιστωτικοί συνεταιρισμοί)