Jump to content

συνεταιρισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συνεταιρισμός (synetairismósm (plural συνεταιρισμοί)

  1. cooperative
    αγροτικός συνεταιρισμός (farmers' cooperative)

Declension

[edit]
Declension of συνεταιρισμός
singular plural
nominative συνεταιρισμός (synetairismós) συνεταιρισμοί (synetairismoí)
genitive συνεταιρισμού (synetairismoú) συνεταιρισμών (synetairismón)
accusative συνεταιρισμό (synetairismó) συνεταιρισμούς (synetairismoús)
vocative συνεταιρισμέ (synetairismé) συνεταιρισμοί (synetairismoí)
[edit]

Further reading

[edit]