συνεταιρισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συνεταιρισμός • (synetairismós) m (plural συνεταιρισμοί)
- cooperative
- αγροτικός συνεταιρισμός (farmers' cooperative)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνεταιρισμός (synetairismós) | συνεταιρισμοί (synetairismoí) |
genitive | συνεταιρισμού (synetairismoú) | συνεταιρισμών (synetairismón) |
accusative | συνεταιρισμό (synetairismó) | συνεταιρισμούς (synetairismoús) |
vocative | συνεταιρισμέ (synetairismé) | συνεταιρισμοί (synetairismoí) |
Related terms
[edit]- πιστωτικός συνεταιρισμός m (pistotikós synetairismós, “credit union”)
Further reading
[edit]- συνεταιρισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el