θηριοδαμαστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]θηρίο (thirío, “wild animal”) + δαμάζω (damázo, “tame, subdue”) + -τής (-tís, agent noun suffix)
Noun
[edit]θηριοδαμαστής • (thiriodamastís) m (plural θηριοδαμαστές, feminine θηριοδαμάστρια)
Declension
[edit]Declension of θηριοδαμαστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θηριοδαμαστής • | θηριοδαμαστές • |
genitive | θηριοδαμαστή • | θηριοδαμαστών • |
accusative | θηριοδαμαστή • | θηριοδαμαστές • |
vocative | θηριοδαμαστή • | θηριοδαμαστές • |
Related terms
[edit]- see: θηρίο n (thirío, “wild animal, beast”)
Further reading
[edit]- θηριοδαμαστής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language