Jump to content

αρβανίτικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρβανίτικος (arvanítikosm (feminine αρβανίτικη, neuter αρβανίτικο)

  1. Albanian
  2. relating to the Arvanites

Declension

[edit]
Declension of αρβανίτικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρβανίτικος (arvanítikos) αρβανίτικη (arvanítiki)
αρβανίτικια (arvanítikia)
αρβανίτικο (arvanítiko) αρβανίτικοι (arvanítikoi) αρβανίτικες (arvanítikes) αρβανίτικα (arvanítika)
genitive αρβανίτικου (arvanítikou) αρβανίτικης (arvanítikis)
αρβανίτικιας (arvanítikias)
αρβανίτικου (arvanítikou) αρβανίτικων (arvanítikon) αρβανίτικων (arvanítikon) αρβανίτικων (arvanítikon)
accusative αρβανίτικο (arvanítiko) αρβανίτικη (arvanítiki)
αρβανίτικια (arvanítikia)
αρβανίτικο (arvanítiko) αρβανίτικους (arvanítikous) αρβανίτικες (arvanítikes) αρβανίτικα (arvanítika)
vocative αρβανίτικε (arvanítike) αρβανίτικη (arvanítiki)
αρβανίτικια (arvanítikia)
αρβανίτικο (arvanítiko) αρβανίτικοι (arvanítikoi) αρβανίτικες (arvanítikes) αρβανίτικα (arvanítika)
[edit]

Further reading

[edit]