συγκεκριμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek συγκεκριμένος (sunkekriménos), perfect passive participle of Ancient Greek συγκρίνω (sunkrínō). With semantic loan from French concret.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συγκεκριμένος • (sygkekriménos) m (feminine συγκεκριμένη, neuter συγκεκριμένο)
- concrete (not abstract)
- Antonym: αφηρημένος (afiriménos)
- specific (not vague)
- Antonym: αόριστος (aóristos)
Declension
[edit]Declension of συγκεκριμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συγκεκριμένος • | συγκεκριμένη • | συγκεκριμένο • | συγκεκριμένοι • | συγκεκριμένες • | συγκεκριμένα • |
genitive | συγκεκριμένου • | συγκεκριμένης • | συγκεκριμένου • | συγκεκριμένων • | συγκεκριμένων • | συγκεκριμένων • |
accusative | συγκεκριμένο • | συγκεκριμένη • | συγκεκριμένο • | συγκεκριμένους • | συγκεκριμένες • | συγκεκριμένα • |
vocative | συγκεκριμένε • | συγκεκριμένη • | συγκεκριμένο • | συγκεκριμένοι • | συγκεκριμένες • | συγκεκριμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκεκριμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκεκριμένος, etc.) |
Synonyms
[edit]- απτός (aptós)
- χειροπιαστός (cheiropiastós)
Derived terms
[edit]- συγκεκριμένα (sygkekriména, adverb)
References
[edit]- ^ συγκεκριμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms borrowed from Koine Greek
- Greek learned borrowings from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ος-η-ο
- Greek terms prefixed with συγ-