Jump to content

αφηρημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αφηρημένος (afiriménosm (feminine αφηρημένη, neuter αφηρημένο)

  1. abstract
    αφηρημένη τέχνηafiriméni téchniabstract art
  2. absent-minded, preoccupied

Declension

[edit]
Declension of αφηρημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφηρημένος (afiriménos) αφηρημένη (afiriméni) αφηρημένο (afiriméno) αφηρημένοι (afiriménoi) αφηρημένες (afiriménes) αφηρημένα (afiriména)
genitive αφηρημένου (afiriménou) αφηρημένης (afiriménis) αφηρημένου (afiriménou) αφηρημένων (afiriménon) αφηρημένων (afiriménon) αφηρημένων (afiriménon)
accusative αφηρημένο (afiriméno) αφηρημένη (afiriméni) αφηρημένο (afiriméno) αφηρημένους (afiriménous) αφηρημένες (afiriménes) αφηρημένα (afiriména)
vocative αφηρημένε (afiriméne) αφηρημένη (afiriméni) αφηρημένο (afiriméno) αφηρημένοι (afiriménoi) αφηρημένες (afiriménes) αφηρημένα (afiriména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφηρημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφηρημένος, etc.)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]