Jump to content

απτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απτός (aptósm (feminine απτή, neuter απτό)

  1. tangible, palpable
  2. (figuratively) obvious

Declension

[edit]
Declension of απτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απτός (aptós) απτή (aptí) απτό (aptó) απτοί (aptoí) απτές (aptés) απτά (aptá)
genitive απτού (aptoú) απτής (aptís) απτού (aptoú) απτών (aptón) απτών (aptón) απτών (aptón)
accusative απτό (aptó) απτή (aptí) απτό (aptó) απτούς (aptoús) απτές (aptés) απτά (aptá)
vocative απτέ (apté) απτή (aptí) απτό (aptó) απτοί (aptoí) απτές (aptés) απτά (aptá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απτός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]