Jump to content

γελοίος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: γέλοιος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek γελοῖος (geloîos, amusing).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ʝeˈlios/
  • Hyphenation: γε‧λοί‧ος

Adjective

[edit]

γελοίος (geloíosm (feminine γελοία, neuter γελοίο)

  1. ridiculous, ludicrous, farcical, laughable (something illogical, worthy of laughter or derision)

Declension

[edit]
Declension of γελοίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γελοίος (geloíos) γελοία (geloía) γελοίο (geloío) γελοίοι (geloíoi) γελοίες (geloíes) γελοία (geloía)
genitive γελοίου (geloíou) γελοίας (geloías) γελοίου (geloíou) γελοίων (geloíon) γελοίων (geloíon) γελοίων (geloíon)
accusative γελοίο (geloío) γελοία (geloía) γελοίο (geloío) γελοίους (geloíous) γελοίες (geloíes) γελοία (geloía)
vocative γελοίε (geloíe) γελοία (geloía) γελοίο (geloío) γελοίοι (geloíoi) γελοίες (geloíes) γελοία (geloía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γελοίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γελοίος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]