μπούνια
Appearance
See also: μπουνιά
Greek
[edit]Etymology
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μπούνια • (boúnia) n pl
Declension
[edit]plural | |
---|---|
nominative | μπούνια (boúnia) |
genitive | - |
accusative | μπούνια (boúnia) |
vocative | μπούνια (boúnia) |
Derived terms
[edit]- είμαι χρεωμένος μέχρι/ως τα μπούνια (eímai chreoménos méchri/os ta boúnia, “I'm up to my eyes/ears in debt”)
- ερωτευμένος μέχρι/ως τα μπούνια (erotevménos méchri/os ta boúnia, “head over heels in love”)
- μέχρι τα μπούνια (méchri ta boúnia, “too much, to the brim”)
- ως τα μπούνια (os ta boúnia, “too much, to the brim”)