Jump to content

συμπυκνωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of συμπυκνώνομαι (sympyknónomai), passive voice of συμπυκνώνω (sympyknóno, compress).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sim.pi.knoˈme.nos/
  • Hyphenation: συ‧μπυ‧κνω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

συμπυκνωμένος (sympyknoménosm (feminine συμπυκνωμένη, neuter συμπυκνωμένο)

  1. concentrated, condensed, compressed

Declension

[edit]
Declension of συμπυκνωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπυκνωμένος (sympyknoménos) συμπυκνωμένη (sympyknoméni) συμπυκνωμένο (sympyknoméno) συμπυκνωμένοι (sympyknoménoi) συμπυκνωμένες (sympyknoménes) συμπυκνωμένα (sympyknoména)
genitive συμπυκνωμένου (sympyknoménou) συμπυκνωμένης (sympyknoménis) συμπυκνωμένου (sympyknoménou) συμπυκνωμένων (sympyknoménon) συμπυκνωμένων (sympyknoménon) συμπυκνωμένων (sympyknoménon)
accusative συμπυκνωμένο (sympyknoméno) συμπυκνωμένη (sympyknoméni) συμπυκνωμένο (sympyknoméno) συμπυκνωμένους (sympyknoménous) συμπυκνωμένες (sympyknoménes) συμπυκνωμένα (sympyknoména)
vocative συμπυκνωμένε (sympyknoméne) συμπυκνωμένη (sympyknoméni) συμπυκνωμένο (sympyknoméno) συμπυκνωμένοι (sympyknoménoi) συμπυκνωμένες (sympyknoménes) συμπυκνωμένα (sympyknoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπυκνωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπυκνωμένος, etc.)

Derived terms

[edit]