Jump to content

ανεκκαθάριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αν- (an-, α- privative) +‎ εκκαθαρισ- (ekkatharis-) +‎ -τος (-tos, adjectival suffix).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ne.kaˈθa.ɾi.stos/
  • Hyphenation: α‧νεκ‧κα‧θά‧ρι‧στος

Adjective

[edit]

ανεκκαθάριστος (anekkatháristosm (feminine ανεκκαθάριστη, neuter ανεκκαθάριστο)

  1. (law) unsettled, unpaid (bill) uncleared (account)
  2. (business) unliquidated (company)

Declension

[edit]
Declension of ανεκκαθάριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεκκαθάριστος (anekkatháristos) ανεκκαθάριστη (anekkatháristi) ανεκκαθάριστο (anekkatháristo) ανεκκαθάριστοι (anekkatháristoi) ανεκκαθάριστες (anekkatháristes) ανεκκαθάριστα (anekkathárista)
genitive ανεκκαθάριστου (anekkatháristou) ανεκκαθάριστης (anekkatháristis) ανεκκαθάριστου (anekkatháristou) ανεκκαθάριστων (anekkatháriston) ανεκκαθάριστων (anekkatháriston) ανεκκαθάριστων (anekkatháriston)
accusative ανεκκαθάριστο (anekkatháristo) ανεκκαθάριστη (anekkatháristi) ανεκκαθάριστο (anekkatháristo) ανεκκαθάριστους (anekkatháristous) ανεκκαθάριστες (anekkatháristes) ανεκκαθάριστα (anekkathárista)
vocative ανεκκαθάριστε (anekkatháriste) ανεκκαθάριστη (anekkatháristi) ανεκκαθάριστο (anekkatháristo) ανεκκαθάριστοι (anekkatháristoi) ανεκκαθάριστες (anekkatháristes) ανεκκαθάριστα (anekkathárista)

Antonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]