εννοιολογικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from έννοι(α) (énnoi(a)) +‎ -ο- (-o-) + -λογ(ία) (-log(ía)) + -ικός (-ikós), formed analogously to σημασιολογικός (simasiologikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈe.ni.a.lo.ʝiˈkos/
  • Hyphenation: εν‧νοι‧ο‧λο‧γι‧κός

Adjective

[edit]

εννοιολογικός (ennoiologikósm (feminine εννοιολογική, neuter εννοιολογικό)

  1. conceptual

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εννοιολογικός (ennoiologikós) εννοιολογική (ennoiologikí) εννοιολογικό (ennoiologikó) εννοιολογικοί (ennoiologikoí) εννοιολογικές (ennoiologikés) εννοιολογικά (ennoiologiká)
genitive εννοιολογικού (ennoiologikoú) εννοιολογικής (ennoiologikís) εννοιολογικού (ennoiologikoú) εννοιολογικών (ennoiologikón) εννοιολογικών (ennoiologikón) εννοιολογικών (ennoiologikón)
accusative εννοιολογικό (ennoiologikó) εννοιολογική (ennoiologikí) εννοιολογικό (ennoiologikó) εννοιολογικούς (ennoiologikoús) εννοιολογικές (ennoiologikés) εννοιολογικά (ennoiologiká)
vocative εννοιολογικέ (ennoiologiké) εννοιολογική (ennoiologikí) εννοιολογικό (ennoiologikó) εννοιολογικοί (ennoiologikoí) εννοιολογικές (ennoiologikés) εννοιολογικά (ennoiologiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εννοιολογικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εννοιολογικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ εννοιολογικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language