Jump to content

άτρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Ancient Greek ἄτρωτος (átrōtos).

Adjective

[edit]

άτρωτος (átrotosm (feminine άτρωτη, neuter άτρωτο)

  1. invulnerable
  2. unblemished
  3. unbreakable

Declension

[edit]
Declension of άτρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άτρωτος (átrotos) άτρωτη (átroti) άτρωτο (átroto) άτρωτοι (átrotoi) άτρωτες (átrotes) άτρωτα (átrota)
genitive άτρωτου (átrotou) άτρωτης (átrotis) άτρωτου (átrotou) άτρωτων (átroton) άτρωτων (átroton) άτρωτων (átroton)
accusative άτρωτο (átroto) άτρωτη (átroti) άτρωτο (átroto) άτρωτους (átrotous) άτρωτες (átrotes) άτρωτα (átrota)
vocative άτρωτε (átrote) άτρωτη (átroti) άτρωτο (átroto) άτρωτοι (átrotoi) άτρωτες (átrotes) άτρωτα (átrota)

Further reading

[edit]