Jump to content

ουρανοξύστης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ουρανός (ouranós, sky) +‎ ξύνω (xýno, to scratch) +‎ -της (-tis). Calque of English skyscraper.

Noun

[edit]

ουρανοξύστης (ouranoxýstism (plural ουρανοξύστες)

  1. (architecture) skyscraper (tall building)

Declension

[edit]
Declension of ουρανοξύστης
singular plural
nominative ουρανοξύστης (ouranoxýstis) ουρανοξύστες (ouranoxýstes)
genitive ουρανοξύστη (ouranoxýsti) ουρανοξυστών (ouranoxystón)
accusative ουρανοξύστη (ouranoxýsti) ουρανοξύστες (ouranoxýstes)
vocative ουρανοξύστη (ouranoxýsti) ουρανοξύστες (ouranoxýstes)

Further reading

[edit]