ουρανοξύστης
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ουρανός (ouranós, “sky”) + ξύνω (xýno, “to scratch”) + -της (-tis). Calque of English skyscraper.
Noun
[edit]ουρανοξύστης • (ouranoxýstis) m (plural ουρανοξύστες)
- (architecture) skyscraper (tall building)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ουρανοξύστης (ouranoxýstis) | ουρανοξύστες (ouranoxýstes) |
genitive | ουρανοξύστη (ouranoxýsti) | ουρανοξυστών (ouranoxystón) |
accusative | ουρανοξύστη (ouranoxýsti) | ουρανοξύστες (ouranoxýstes) |
vocative | ουρανοξύστη (ouranoxýsti) | ουρανοξύστες (ouranoxýstes) |
Further reading
[edit]- ουρανοξύστης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ουρανοξύστης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el