διπλανός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]δίπλα (dípla, “beside, next to”) + -νός (-nós, “positional suffix”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]διπλανός • (diplanós) m (feminine διπλανή, neuter διπλανό)
- next, next-door, adjacent, adjoining, neighbouring (being on the left or right)
- Ο διπλανός τοίχος είναι από ατσάλι.
- O diplanós toíchos eínai apó atsáli.
- The adjoining wall is made of steel.
- Η διπλανή πόρτα είναι κόκκινη.
- I diplaní pórta eínai kókkini.
- The neighbouring door is red.
- Το διπλανό τραπέζι μας ενοχλεί με τα γέλια τους.
- To diplanó trapézi mas enochleí me ta gélia tous.
- The table next to us is annoying us with their laughter.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διπλανός (diplanós) | διπλανή (diplaní) | διπλανό (diplanó) | διπλανοί (diplanoí) | διπλανές (diplanés) | διπλανά (diplaná) | |
genitive | διπλανού (diplanoú) | διπλανής (diplanís) | διπλανού (diplanoú) | διπλανών (diplanón) | διπλανών (diplanón) | διπλανών (diplanón) | |
accusative | διπλανό (diplanó) | διπλανή (diplaní) | διπλανό (diplanó) | διπλανούς (diplanoús) | διπλανές (diplanés) | διπλανά (diplaná) | |
vocative | διπλανέ (diplané) | διπλανή (diplaní) | διπλανό (diplanó) | διπλανοί (diplanoí) | διπλανές (diplanés) | διπλανά (diplaná) |
Synonyms
[edit]- πλαϊνός (plaïnós)
See also
[edit]- μπροστινός (brostinós)
- πισινός (pisinós)
Noun
[edit]διπλανός • (diplanós) m (plural διπλανοί, feminine διπλανή)
- next-door neighbour (who lives on either side of me)
- Οι διπλανοί καβγαδίζουν πάλι. ― Oi diplanoí kavgadízoun páli. ― The neighbours are quarreling again.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διπλανός (diplanós) | διπλανοί (diplanoí) |
genitive | διπλανού (diplanoú) | διπλανών (diplanón) |
accusative | διπλανό (diplanó) | διπλανούς (diplanoús) |
vocative | διπλανέ (diplané) | διπλανοί (diplanoí) |
Synonyms
[edit]- (neighbour): γείτονας m (geítonas)