Jump to content

διπλανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

δίπλα (dípla, beside, next to) +‎ -νός (-nós, positional suffix).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðiplaˈnos/
  • Hyphenation: δι‧πλα‧νός

Adjective

[edit]

διπλανός (diplanósm (feminine διπλανή, neuter διπλανό)

  1. next, next-door, adjacent, adjoining, neighbouring (being on the left or right)
    Ο διπλανός τοίχος είναι από ατσάλι.
    O diplanós toíchos eínai apó atsáli.
    The adjoining wall is made of steel.
    Η διπλανή πόρτα είναι κόκκινη.
    I diplaní pórta eínai kókkini.
    The neighbouring door is red.
    Το διπλανό τραπέζι μας ενοχλεί με τα γέλια τους.
    To diplanó trapézi mas enochleí me ta gélia tous.
    The table next to us is annoying us with their laughter.

Declension

[edit]
Declension of διπλανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διπλανός (diplanós) διπλανή (diplaní) διπλανό (diplanó) διπλανοί (diplanoí) διπλανές (diplanés) διπλανά (diplaná)
genitive διπλανού (diplanoú) διπλανής (diplanís) διπλανού (diplanoú) διπλανών (diplanón) διπλανών (diplanón) διπλανών (diplanón)
accusative διπλανό (diplanó) διπλανή (diplaní) διπλανό (diplanó) διπλανούς (diplanoús) διπλανές (diplanés) διπλανά (diplaná)
vocative διπλανέ (diplané) διπλανή (diplaní) διπλανό (diplanó) διπλανοί (diplanoí) διπλανές (diplanés) διπλανά (diplaná)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]

Noun

[edit]

διπλανός (diplanósm (plural διπλανοί, feminine διπλανή)

  1. next-door neighbour (who lives on either side of me)
    Οι διπλανοί καβγαδίζουν πάλι.Oi diplanoí kavgadízoun páli.The neighbours are quarreling again.

Declension

[edit]
singular plural
nominative διπλανός (diplanós) διπλανοί (diplanoí)
genitive διπλανού (diplanoú) διπλανών (diplanón)
accusative διπλανό (diplanó) διπλανούς (diplanoús)
vocative διπλανέ (diplané) διπλανοί (diplanoí)

Synonyms

[edit]