μπροστινός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek εμπροστινός (emprostinós) minus the initial unstressed vowel.[1] By surface analysis, μπροστά (brostá, in front; ahead) +‎ -ινός (-inós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /bɾo.stiˈnos/
  • Hyphenation: μπρο‧στι‧νός

Adjective

[edit]

μπροστινός (brostinósm (feminine μπροστινή, neuter μπροστινό)

  1. fore, forward, front, in front (located at the front)
    Synonym: (learned) εμπρόσθιος (emprósthios)
    Antonyms: πισινός (pisinós), (learned) οπίσθιος (opísthios)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μπροστινός (brostinós) μπροστινή (brostiní) μπροστινό (brostinó) μπροστινοί (brostinoí) μπροστινές (brostinés) μπροστινά (brostiná)
genitive μπροστινού (brostinoú) μπροστινής (brostinís) μπροστινού (brostinoú) μπροστινών (brostinón) μπροστινών (brostinón) μπροστινών (brostinón)
accusative μπροστινό (brostinó) μπροστινή (brostiní) μπροστινό (brostinó) μπροστινούς (brostinoús) μπροστινές (brostinés) μπροστινά (brostiná)
vocative μπροστινέ (brostiné) μπροστινή (brostiní) μπροστινό (brostinó) μπροστινοί (brostinoí) μπροστινές (brostinés) μπροστινά (brostiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μπροστινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μπροστινός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ μπροστινός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language