Jump to content

απόβαλμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

απόβαλμα (apóvalman (plural αποβάλματα)

  1. aborted foetus (UK), aborted fetus (US)
    Synonym: έκτρωμα (éktroma)

Declension

[edit]
Declension of απόβαλμα
singular plural
nominative απόβαλμα (apóvalma) αποβάλματα (apoválmata)
genitive αποβάλματος (apoválmatos) αποβαλμάτων (apovalmáton)
accusative απόβαλμα (apóvalma) αποβάλματα (apoválmata)
vocative απόβαλμα (apóvalma) αποβάλματα (apoválmata)