Jump to content

απροετοίμαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απροετοίμαστος (aproetoímastosm (feminine απροετοίμαστη, neuter απροετοίμαστο)

  1. unprepared, unready, impromptu, off the cuff
    Synonym: απροπαράσκευος (aproparáskevos)
    Antonym: προετοιμασμένος (proetoimasménos)

Declension

[edit]
Declension of απροετοίμαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απροετοίμαστος (aproetoímastos) απροετοίμαστη (aproetoímasti) απροετοίμαστο (aproetoímasto) απροετοίμαστοι (aproetoímastoi) απροετοίμαστες (aproetoímastes) απροετοίμαστα (aproetoímasta)
genitive απροετοίμαστου (aproetoímastou) απροετοίμαστης (aproetoímastis) απροετοίμαστου (aproetoímastou) απροετοίμαστων (aproetoímaston) απροετοίμαστων (aproetoímaston) απροετοίμαστων (aproetoímaston)
accusative απροετοίμαστο (aproetoímasto) απροετοίμαστη (aproetoímasti) απροετοίμαστο (aproetoímasto) απροετοίμαστους (aproetoímastous) απροετοίμαστες (aproetoímastes) απροετοίμαστα (aproetoímasta)
vocative απροετοίμαστε (aproetoímaste) απροετοίμαστη (aproetoímasti) απροετοίμαστο (aproetoímasto) απροετοίμαστοι (aproetoímastoi) απροετοίμαστες (aproetoímastes) απροετοίμαστα (aproetoímasta)

Further reading

[edit]