απροπαράσκευος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απροπαράσκευος • (aproparáskevos) m (feminine απροπαράσκευη, neuter απροπαράσκευο)
- unprepared, unready
- Synonym: απροετοίμαστος (aproetoímastos)
- Antonym: προετοιμασμένος (proetoimasménos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απροπαράσκευος (aproparáskevos) | απροπαράσκευη (aproparáskevi) | απροπαράσκευο (aproparáskevo) | απροπαράσκευοι (aproparáskevoi) | απροπαράσκευες (aproparáskeves) | απροπαράσκευα (aproparáskeva) | |
genitive | απροπαράσκευου (aproparáskevou) | απροπαράσκευης (aproparáskevis) | απροπαράσκευου (aproparáskevou) | απροπαράσκευων (aproparáskevon) | απροπαράσκευων (aproparáskevon) | απροπαράσκευων (aproparáskevon) | |
accusative | απροπαράσκευο (aproparáskevo) | απροπαράσκευη (aproparáskevi) | απροπαράσκευο (aproparáskevo) | απροπαράσκευους (aproparáskevous) | απροπαράσκευες (aproparáskeves) | απροπαράσκευα (aproparáskeva) | |
vocative | απροπαράσκευε (aproparáskeve) | απροπαράσκευη (aproparáskevi) | απροπαράσκευο (aproparáskevo) | απροπαράσκευοι (aproparáskevoi) | απροπαράσκευες (aproparáskeves) | απροπαράσκευα (aproparáskeva) |
Related terms
[edit]- see: παρασκευή f (paraskeví, “preparation”)
Further reading
[edit]- απροπαράσκευος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language