διασπώ
Jump to navigation
Jump to search
See also: διασπῶ
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- διασπάω (diaspáo) (rare variant for this verb)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διασπώ • (diaspó) (past διέσπασα, passive διασπώμαι, p‑past διασπάστηκα, ppp διασπασμένος)
- to penetrate, break through
- to split, rupture
Conjugation
[edit]διασπώ, διασπώμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διασπώ, [διασπάω]1 | διασπάσω | διασπώμαι | διασπαστώ, διασπασθώ |
2 sg | διασπάς | διασπάσεις | διασπάσαι | διασπαστείς, διασπασθείς |
3 sg | διασπά, [διασπάει]1 | διασπάσει | διασπάται | διασπαστεί, διασπασθεί |
1 pl | διασπούμε | διασπάσουμε, [-ομε] | διασπόμαστε, {‑ώμεθα} | διασπαστούμε, διασπασθούμε |
2 pl | διασπάτε | διασπάσετε | διασπάστε, {‑άσθε} | διασπαστείτε, διασπασθείτε |
3 pl | διασπούν(ε) | διασπάσουν(ε) | διασπώνται | διασπαστούν(ε), διασπασθούν[ε] |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διασπούσα | διέσπασα | — | διασπάστηκα, διασπάσθηκα |
2 sg | διασπούσες | διέσπασες | — | διασπάστηκες, διασπάσθηκες |
3 sg | διασπούσε | διέσπασε | {διασπάτο}, {διεσπάτο} | διασπάστηκε, διασπάσθηκε |
1 pl | διασπούσαμε | διασπάσαμε | — | διασπαστήκαμε, διασπασθήκαμε |
2 pl | διασπούσατε | διασπάσατε | — | διασπαστήκατε, διασπασθήκατε |
3 pl | διασπούσαν(ε) | διέσπασαν, διασπάσαν(ε) | {διασπώντο}, {διεσπώντο} | διασπάστηκαν, διασπαστήκαν(ε), διασπάσθηκαν |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διασπώ ➤ | θα διασπάσω ➤ | θα διασπώμαι ➤ | θα διασπαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διασπάς, … | θα διασπάσεις, … | θα διασπάσαι, … | θα διασπαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διασπάσει έχω, έχεις, … διασπασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διασπαστεί είμαι, είσαι, … διασπασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διασπάσει είχα, είχες, … διασπασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διασπαστεί ήμουν, ήσουν, … διασπασμένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διασπάσει θα έχω, θα έχεις, … διασπασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διασπαστεί θα είμαι, θα είσαι, … διασπασμένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διάσπασε | — | διασπάσου |
2 pl | διασπάτε | διασπάστε | (διασπάστε), {διασπάσθε} | διασπαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διασπώντας ➤ | διασπώμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διασπάσει ➤ | διασπασμένος, -η, -ο {διεσπασμένος, -η, -ο} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διασπάσει | διασπαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The -άω forms are colloquial and rare for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- διάσπαση f (diáspasi, “decomposition, fission”)
- διασπαστικός (diaspastikós)
- and see: σπάζω (spázo)