Jump to content

τρίωρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Byzantine Greek τρίωρος (tríōros). Morphologically, τρι- (tri-, tri-, τρία three) +‎ ώρα (óra, hour) + -ος (-os)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈtɾi.o.ɾos/
  • Hyphenation: τρί‧ω‧ρος

Adjective

[edit]

τρίωρος (tríorosm (feminine τρίωρη, neuter τρίωρο)

  1. (relational) three hours, lasting three hours

Declension

[edit]
Declension of τρίωρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρίωρος (tríoros) τρίωρη (tríori) τρίωρο (tríoro) τρίωροι (tríoroi) τρίωρες (tríores) τρίωρα (tríora)
genitive τρίωρου (tríorou) τρίωρης (tríoris) τρίωρου (tríorou) τρίωρων (tríoron) τρίωρων (tríoron) τρίωρων (tríoron)
accusative τρίωρο (tríoro) τρίωρη (tríori) τρίωρο (tríoro) τρίωρους (tríorous) τρίωρες (tríores) τρίωρα (tríora)
vocative τρίωρε (tríore) τρίωρη (tríori) τρίωρο (tríoro) τρίωροι (tríoroi) τρίωρες (tríores) τρίωρα (tríora)
[edit]

Further reading

[edit]