Jump to content

αθόλωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αθόλωτος (athólotosm (feminine αθόλωτη, neuter αθόλωτο)

  1. pure, undefiled
  2. clear, limpid, unblurred, not turbid

Declension

[edit]
Declension of αθόλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθόλωτος (athólotos) αθόλωτη (athóloti) αθόλωτο (athóloto) αθόλωτοι (athólotoi) αθόλωτες (athólotes) αθόλωτα (athólota)
genitive αθόλωτου (athólotou) αθόλωτης (athólotis) αθόλωτου (athólotou) αθόλωτων (athóloton) αθόλωτων (athóloton) αθόλωτων (athóloton)
accusative αθόλωτο (athóloto) αθόλωτη (athóloti) αθόλωτο (athóloto) αθόλωτους (athólotous) αθόλωτες (athólotes) αθόλωτα (athólota)
vocative αθόλωτε (athólote) αθόλωτη (athóloti) αθόλωτο (athóloto) αθόλωτοι (athólotoi) αθόλωτες (athólotes) αθόλωτα (athólota)

Synonyms

[edit]