Jump to content

διαφανής

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From διαφαίνω (diaphaínō, to shine; to be manifest) +‎ -ής (-ḗs, adjective suffix).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

δῐᾰφᾰνής (dĭăphănḗsm or f (neuter δῐᾰφᾰνές); third declension

  1. diaphanous, translucent, transparent
    Synonym: διαυγής (diaugḗs)
  2. red-hot, fiery
  3. manifest, distinct, clear
  4. conspicuous, noticeable

Inflection

[edit]

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Latin: diaphanus

References

[edit]

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

διαφανής (diafanísm (feminine διαφανής, neuter διαφανές)

  1. diaphanous, transparent, clear, see-through

Declension

[edit]
Declension of διαφανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαφανής (diafanís) διαφανής (diafanís) διαφανές (diafanés) διαφανείς (diafaneís) διαφανείς (diafaneís) διαφανή (diafaní)
genitive διαφανούς (diafanoús)
διαφανή (diafaní)
διαφανούς (diafanoús) διαφανούς (diafanoús) διαφανών (diafanón) διαφανών (diafanón) διαφανών (diafanón)
accusative διαφανή (diafaní) διαφανή (diafaní) διαφανές (diafanés) διαφανείς (diafaneís) διαφανείς (diafaneís) διαφανή (diafaní)
vocative διαφανή (diafaní)
διαφανής (diafanís)
διαφανής (diafanís) διαφανές (diafanés) διαφανείς (diafaneís) διαφανείς (diafaneís) διαφανή (diafaní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαφανής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαφανής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαφανέστερος (diafanésteros) διαφανέστερη (diafanésteri) διαφανέστερο (diafanéstero) διαφανέστεροι (diafanésteroi) διαφανέστερες (diafanésteres) διαφανέστερα (diafanéstera)
genitive διαφανέστερου (diafanésterou) διαφανέστερης (diafanésteris) διαφανέστερου (diafanésterou) διαφανέστερων (diafanésteron) διαφανέστερων (diafanésteron) διαφανέστερων (diafanésteron)
accusative διαφανέστερο (diafanéstero) διαφανέστερη (diafanésteri) διαφανέστερο (diafanéstero) διαφανέστερους (diafanésterous) διαφανέστερες (diafanésteres) διαφανέστερα (diafanéstera)
vocative διαφανέστερε (diafanéstere) διαφανέστερη (diafanésteri) διαφανέστερο (diafanéstero) διαφανέστεροι (diafanésteroi) διαφανέστερες (diafanésteres) διαφανέστερα (diafanéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαφανέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαφανέστατος (diafanéstatos) διαφανέστατη (diafanéstati) διαφανέστατο (diafanéstato) διαφανέστατοι (diafanéstatoi) διαφανέστατες (diafanéstates) διαφανέστατα (diafanéstata)
genitive διαφανέστατου (diafanéstatou) διαφανέστατης (diafanéstatis) διαφανέστατου (diafanéstatou) διαφανέστατων (diafanéstaton) διαφανέστατων (diafanéstaton) διαφανέστατων (diafanéstaton)
accusative διαφανέστατο (diafanéstato) διαφανέστατη (diafanéstati) διαφανέστατο (diafanéstato) διαφανέστατους (diafanéstatous) διαφανέστατες (diafanéstates) διαφανέστατα (diafanéstata)
vocative διαφανέστατε (diafanéstate) διαφανέστατη (diafanéstati) διαφανέστατο (diafanéstato) διαφανέστατοι (diafanéstatoi) διαφανέστατες (diafanéstates) διαφανέστατα (diafanéstata)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]