Jump to content

αναθρέφω

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.naˈθɾe.fo/
  • Hyphenation: α‧να‧θρέ‧φω

Verb

[edit]

αναθρέφω (anathréfo) (past ανάθρεψα/ανέθρεψα, passive αναθρέφομαι, p‑past αναθράφηκα, ppp αναθρεμμένος)

  1. Alternative form of ανατρέφω (anatréfo)

Conjugation

[edit]
[edit]