From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.po.saˈθɾo.no/
Hyphenation: α‧πο‧σα‧θρώ‧νω
αποσαθρώνω • (aposathróno ) (past αποσάθρωσα , passive αποσαθρώνομαι )
to erode , crumble
αποσαθρώνω αποσαθρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποσαθρώνω
αποσαθρώσω
αποσαθρώνομαι
αποσαθρωθώ
2 sg
αποσαθρώνεις
αποσαθρώσεις
αποσαθρώνεσαι
αποσαθρωθείς
3 sg
αποσαθρώνει
αποσαθρώσει
αποσαθρώνεται
αποσαθρωθεί
1 pl
αποσαθρώνουμε , [‑ομε ]
αποσαθρώσουμε , [‑ομε ]
αποσαθρωνόμαστε
αποσαθρωθούμε
2 pl
αποσαθρώνετε
αποσαθρώσετε
αποσαθρώνεστε , αποσαθρωνόσαστε
αποσαθρωθείτε
3 pl
αποσαθρώνουν (ε )
αποσαθρώσουν (ε )
αποσαθρώνονται
αποσαθρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποσάθρωνα
αποσάθρωσα
αποσαθρωνόμουν (α )
αποσαθρώθηκα
2 sg
αποσάθρωνες
αποσάθρωσες
αποσαθρωνόσουν (α )
αποσαθρώθηκες
3 sg
αποσάθρωνε
αποσάθρωσε
αποσαθρωνόταν (ε )
αποσαθρώθηκε
1 pl
αποσαθρώναμε
αποσαθρώσαμε
αποσαθρωνόμασταν , (‑όμαστε )
αποσαθρωθήκαμε
2 pl
αποσαθρώνατε
αποσαθρώσατε
αποσαθρωνόσασταν , (‑όσαστε )
αποσαθρωθήκατε
3 pl
αποσάθρωναν , αποσαθρώναν (ε )
αποσάθρωσαν , αποσαθρώσαν (ε )
αποσαθρώνονταν , (αποσαθρωνόντουσαν )
αποσαθρώθηκαν , αποσαθρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποσαθρώνω ➤
θα αποσαθρώσω ➤
θα αποσαθρώνομαι ➤
θα αποσαθρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποσαθρώνεις , …
θα αποσαθρώσεις , …
θα αποσαθρώνεσαι , …
θα αποσαθρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποσαθρώσει έχω, έχεις, … αποσαθρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποσαθρωθεί είμαι , είσαι , … αποσαθρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποσαθρώσει είχα, είχες, … αποσαθρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποσαθρωθεί ήμουν , ήσουν , … αποσαθρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποσαθρώσει θα έχω, θα έχεις, … αποσαθρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποσαθρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποσαθρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποσάθρωνε
αποσάθρωσε
—
αποσαθρώσου
2 pl
αποσαθρώνετε
αποσαθρώστε
αποσαθρώνεστε
αποσαθρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποσαθρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποσαθρώσει ➤
αποσαθρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποσαθρώσει
αποσαθρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.