Jump to content

αμφίπλευρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμφίπλευρος (amfíplevrosm (feminine αμφίπλευρη, neuter αμφίπλευρο)

  1. bilateral, two-sided

Declension

[edit]
Declension of αμφίπλευρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφίπλευρος (amfíplevros) αμφίπλευρη (amfíplevri) αμφίπλευρο (amfíplevro) αμφίπλευροι (amfíplevroi) αμφίπλευρες (amfíplevres) αμφίπλευρα (amfíplevra)
genitive αμφίπλευρου (amfíplevrou) αμφίπλευρης (amfíplevris) αμφίπλευρου (amfíplevrou) αμφίπλευρων (amfíplevron) αμφίπλευρων (amfíplevron) αμφίπλευρων (amfíplevron)
accusative αμφίπλευρο (amfíplevro) αμφίπλευρη (amfíplevri) αμφίπλευρο (amfíplevro) αμφίπλευρους (amfíplevrous) αμφίπλευρες (amfíplevres) αμφίπλευρα (amfíplevra)
vocative αμφίπλευρε (amfíplevre) αμφίπλευρη (amfíplevri) αμφίπλευρο (amfíplevro) αμφίπλευροι (amfíplevroi) αμφίπλευρες (amfíplevres) αμφίπλευρα (amfíplevra)

Coordinate terms

[edit]