Jump to content

αμφικλινής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμφικλινής (amfiklinísm (feminine αμφικλινής, neuter αμφικλινές)

  1. sloping on two sides, not level
  2. (figuratively) vacillating

Declension

[edit]
Declension of αμφικλινής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφικλινής (amfiklinís) αμφικλινής (amfiklinís) αμφικλινές (amfiklinés) αμφικλινείς (amfiklineís) αμφικλινείς (amfiklineís) αμφικλινή (amfikliní)
genitive αμφικλινούς (amfiklinoús)
αμφικλινή (amfikliní)
αμφικλινούς (amfiklinoús) αμφικλινούς (amfiklinoús) αμφικλινών (amfiklinón) αμφικλινών (amfiklinón) αμφικλινών (amfiklinón)
accusative αμφικλινή (amfikliní) αμφικλινή (amfikliní) αμφικλινές (amfiklinés) αμφικλινείς (amfiklineís) αμφικλινείς (amfiklineís) αμφικλινή (amfikliní)
vocative αμφικλινή (amfikliní)
αμφικλινής (amfiklinís)
αμφικλινής (amfiklinís) αμφικλινές (amfiklinés) αμφικλινείς (amfiklineís) αμφικλινείς (amfiklineís) αμφικλινή (amfikliní)

Coordinate terms

[edit]