Jump to content

διαχρονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from French diachronique. By surface analysis, διαχρον(ία) (diachron(ía)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Adjective

[edit]

διαχρονικός (diachronikósm (feminine διαχρονική, neuter διαχρονικό)

  1. (chiefly linguistics) diachronic (of, pertaining to or concerned with changes that occur over time)
    Antonym: συγχρονικός (synchronikós)
  2. intertemporal
  3. longitudinal (sampling data over time rather than merely once)
  4. timeless (not decreasing over time in quality and appeal)

Declension

[edit]
Declension of διαχρονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαχρονικός (diachronikós) διαχρονική (diachronikí) διαχρονικό (diachronikó) διαχρονικοί (diachronikoí) διαχρονικές (diachronikés) διαχρονικά (diachroniká)
genitive διαχρονικού (diachronikoú) διαχρονικής (diachronikís) διαχρονικού (diachronikoú) διαχρονικών (diachronikón) διαχρονικών (diachronikón) διαχρονικών (diachronikón)
accusative διαχρονικό (diachronikó) διαχρονική (diachronikí) διαχρονικό (diachronikó) διαχρονικούς (diachronikoús) διαχρονικές (diachronikés) διαχρονικά (diachroniká)
vocative διαχρονικέ (diachroniké) διαχρονική (diachronikí) διαχρονικό (diachronikó) διαχρονικοί (diachronikoí) διαχρονικές (diachronikés) διαχρονικά (diachroniká)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ διαχρονικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language