διαχρονικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from French diachronique. By surface analysis, διαχρον(ία) (diachron(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
Adjective
[edit]διαχρονικός • (diachronikós) m (feminine διαχρονική, neuter διαχρονικό)
- (chiefly linguistics) diachronic (of, pertaining to or concerned with changes that occur over time)
- Antonym: συγχρονικός (synchronikós)
- intertemporal
- longitudinal (sampling data over time rather than merely once)
- timeless (not decreasing over time in quality and appeal)
Declension
[edit]Declension of διαχρονικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαχρονικός • | διαχρονική • | διαχρονικό • | διαχρονικοί • | διαχρονικές • | διαχρονικά • |
genitive | διαχρονικού • | διαχρονικής • | διαχρονικού • | διαχρονικών • | διαχρονικών • | διαχρονικών • |
accusative | διαχρονικό • | διαχρονική • | διαχρονικό • | διαχρονικούς • | διαχρονικές • | διαχρονικά • |
vocative | διαχρονικέ • | διαχρονική • | διαχρονικό • | διαχρονικοί • | διαχρονικές • | διαχρονικά • |
Derived terms
[edit]- διαχρονικά (diachroniká, adverb)
References
[edit]- ^ διαχρονικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language