συμφωνημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of συμφωνούμαι (symfonoúmai), passive voice of συμφωνώ (“agree”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]συμφωνημένος • (symfoniménos) m (feminine συμφωνημένη, neuter συμφωνημένο)
- agreed upon
Declension
[edit]Declension of συμφωνημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συμφωνημένος • | συμφωνημένη • | συμφωνημένο • | συμφωνημένοι • | συμφωνημένες • | συμφωνημένα • |
genitive | συμφωνημένου • | συμφωνημένης • | συμφωνημένου • | συμφωνημένων • | συμφωνημένων • | συμφωνημένων • |
accusative | συμφωνημένο • | συμφωνημένη • | συμφωνημένο • | συμφωνημένους • | συμφωνημένες • | συμφωνημένα • |
vocative | συμφωνημένε • | συμφωνημένη • | συμφωνημένο • | συμφωνημένοι • | συμφωνημένες • | συμφωνημένα • |
Related terms
[edit]- ασυμφώνητος (asymfónitos, “not agreed”, adjective)
- ασύμφωνος (asýmfonos, “not agreeing”, adjective)
- συμφωνηθείς m (symfonitheís, “agreed upon”, passive past participle), συμφωνηθείσα f (symfonitheísa), συμφωνηθέν n (symfonithén)
- συμφωνών (symfonón, “agreeing”, active present participle), συμφωνούσα f (symfonoúsa), συμφωνούν n (symfonoún)
- συμφωνούμενος (symfonoúmenos, passive present participle)
- and see: συμφωνώ (symfonó, “agree”)