Jump to content

βραχυπρόθεσμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From βραχυ- (vrachy-, short) +‎ προθεσμία (prothesmía), calque of English short-term.

Adjective

[edit]

βραχυπρόθεσμος (vrachypróthesmosm (feminine βραχυπρόθεσμη, neuter βραχυπρόθεσμο)

  1. short-term
    Antonyms: μακροπρόθεσμος (makropróthesmos), μεσομακροπρόθεσμος (mesomakropróthesmos)

Declension

[edit]
Declension of βραχυπρόθεσμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βραχυπρόθεσμος (vrachypróthesmos) βραχυπρόθεσμη (vrachypróthesmi) βραχυπρόθεσμο (vrachypróthesmo) βραχυπρόθεσμοι (vrachypróthesmoi) βραχυπρόθεσμες (vrachypróthesmes) βραχυπρόθεσμα (vrachypróthesma)
genitive βραχυπρόθεσμου (vrachypróthesmou) βραχυπρόθεσμης (vrachypróthesmis) βραχυπρόθεσμου (vrachypróthesmou) βραχυπρόθεσμων (vrachypróthesmon) βραχυπρόθεσμων (vrachypróthesmon) βραχυπρόθεσμων (vrachypróthesmon)
accusative βραχυπρόθεσμο (vrachypróthesmo) βραχυπρόθεσμη (vrachypróthesmi) βραχυπρόθεσμο (vrachypróthesmo) βραχυπρόθεσμους (vrachypróthesmous) βραχυπρόθεσμες (vrachypróthesmes) βραχυπρόθεσμα (vrachypróthesma)
vocative βραχυπρόθεσμε (vrachypróthesme) βραχυπρόθεσμη (vrachypróthesmi) βραχυπρόθεσμο (vrachypróthesmo) βραχυπρόθεσμοι (vrachypróthesmoi) βραχυπρόθεσμες (vrachypróthesmes) βραχυπρόθεσμα (vrachypróthesma)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βραχυπρόθεσμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βραχυπρόθεσμος, etc.)

Further reading

[edit]