Jump to content

ξεπερασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kse.pe.ɾa.zme.nos/
  • Hyphenation: ξε‧πε‧ρα‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

ξεπερασμένος (xeperasménosm (feminine ξεπερασμένη, neuter ξεπερασμένο)

  1. passive perfect participle of ξεπερνώ (xepernó) and ξεπερνάω (xepernáo)
  2. outdated, out of date, passé, obsolete

Declension

[edit]
Declension of ξεπερασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξεπερασμένος (xeperasménos) ξεπερασμένη (xeperasméni) ξεπερασμένο (xeperasméno) ξεπερασμένοι (xeperasménoi) ξεπερασμένες (xeperasménes) ξεπερασμένα (xeperasména)
genitive ξεπερασμένου (xeperasménou) ξεπερασμένης (xeperasménis) ξεπερασμένου (xeperasménou) ξεπερασμένων (xeperasménon) ξεπερασμένων (xeperasménon) ξεπερασμένων (xeperasménon)
accusative ξεπερασμένο (xeperasméno) ξεπερασμένη (xeperasméni) ξεπερασμένο (xeperasméno) ξεπερασμένους (xeperasménous) ξεπερασμένες (xeperasménes) ξεπερασμένα (xeperasména)
vocative ξεπερασμένε (xeperasméne) ξεπερασμένη (xeperasméni) ξεπερασμένο (xeperasméno) ξεπερασμένοι (xeperasménoi) ξεπερασμένες (xeperasménes) ξεπερασμένα (xeperasména)