χτυπητό αυγό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]χτυπητό αυγό • (chtypitó avgó) n (plural χτυπητά αυγά)
- Alternative form of χτυπητό αβγό (chtypitó avgó) (more common in the plural)
χτυπητό αυγό • (chtypitó avgó) n (plural χτυπητά αυγά)