Jump to content

αντιφατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Koine Greek ἀντιφατικός (antiphatikós), from noun ἀντίφασις f (antíphasis, contradiction), from ἀντίφημι (antíphēmi, contradict), see ἀντί (antí, against) & φημί (phēmí, speak).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.di.fa.tiˈkos/
  • Hyphenation: α‧ντι‧φα‧τι‧κός

Adjective

[edit]

αντιφατικός (antifatikósm (feminine αντιφατική, neuter αντιφατικό)

  1. inconsistant, contradictory

Declension

[edit]
Declension of αντιφατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιφατικός (antifatikós) αντιφατική (antifatikí) αντιφατικό (antifatikó) αντιφατικοί (antifatikoí) αντιφατικές (antifatikés) αντιφατικά (antifatiká)
genitive αντιφατικού (antifatikoú) αντιφατικής (antifatikís) αντιφατικού (antifatikoú) αντιφατικών (antifatikón) αντιφατικών (antifatikón) αντιφατικών (antifatikón)
accusative αντιφατικό (antifatikó) αντιφατική (antifatikí) αντιφατικό (antifatikó) αντιφατικούς (antifatikoús) αντιφατικές (antifatikés) αντιφατικά (antifatiká)
vocative αντιφατικέ (antifatiké) αντιφατική (antifatikí) αντιφατικό (antifatikó) αντιφατικοί (antifatikoí) αντιφατικές (antifatikés) αντιφατικά (antifatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιφατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιφατικός, etc.)

[edit]