αμεταμέλητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμεταμέλητος (ametamélitosm (feminine αμεταμέλητη, neuter αμεταμέλητο)

  1. unrepentant, impenitent, unrepenting
  2. ingrained, inveterate

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμεταμέλητος (ametamélitos) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητοι (ametamélitoi) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)
genitive αμεταμέλητου (ametamélitou) αμεταμέλητης (ametamélitis) αμεταμέλητου (ametamélitou) αμεταμέλητων (ametaméliton) αμεταμέλητων (ametaméliton) αμεταμέλητων (ametaméliton)
accusative αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητους (ametamélitous) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)
vocative αμεταμέλητε (ametamélite) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητοι (ametamélitoi) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]