αμεταμέλητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμεταμέλητος • (ametamélitos) m (feminine αμεταμέλητη, neuter αμεταμέλητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμεταμέλητος (ametamélitos) | αμεταμέλητη (ametaméliti) | αμεταμέλητο (ametamélito) | αμεταμέλητοι (ametamélitoi) | αμεταμέλητες (ametamélites) | αμεταμέλητα (ametamélita) | |
genitive | αμεταμέλητου (ametamélitou) | αμεταμέλητης (ametamélitis) | αμεταμέλητου (ametamélitou) | αμεταμέλητων (ametaméliton) | αμεταμέλητων (ametaméliton) | αμεταμέλητων (ametaméliton) | |
accusative | αμεταμέλητο (ametamélito) | αμεταμέλητη (ametaméliti) | αμεταμέλητο (ametamélito) | αμεταμέλητους (ametamélitous) | αμεταμέλητες (ametamélites) | αμεταμέλητα (ametamélita) | |
vocative | αμεταμέλητε (ametamélite) | αμεταμέλητη (ametaméliti) | αμεταμέλητο (ametamélito) | αμεταμέλητοι (ametamélitoi) | αμεταμέλητες (ametamélites) | αμεταμέλητα (ametamélita) |
Synonyms
[edit]- αμετανόητος (ametanóitos)
Antonyms
[edit]- μετανιωμένος (metanioménos, “penitant”, adjective)