Jump to content

γραφτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γραφτός (graftósm (feminine γραφτή, neuter γραφτό)

  1. Alternative form of γραπτός (graptós)

Declension

[edit]
Declension of γραφτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γραφτός (graftós) γραφτή (graftí) γραφτό (graftó) γραφτοί (graftoí) γραφτές (graftés) γραφτά (graftá)
genitive γραφτού (graftoú) γραφτής (graftís) γραφτού (graftoú) γραφτών (graftón) γραφτών (graftón) γραφτών (graftón)
accusative γραφτό (graftó) γραφτή (graftí) γραφτό (graftó) γραφτούς (graftoús) γραφτές (graftés) γραφτά (graftá)
vocative γραφτέ (grafté) γραφτή (graftí) γραφτό (graftó) γραφτοί (graftoí) γραφτές (graftés) γραφτά (graftá)