Jump to content

Ρουαντέζος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Ρουάντα (Rouánta, Rwanda) +‎ -έζος (-ézos, -ese).

Noun

[edit]

Ρουαντέζος (Rouantézosm (plural Ρουαντέζοι, feminine Ρουαντέζα)

  1. Rwandan (a person, usually male, from Rwanda or of Rwandan ethnicity).

Declension

[edit]
Declension of Ρουαντέζος
singular plural
nominative Ρουαντέζος (Rouantézos) Ρουαντέζοι (Rouantézoi)
genitive Ρουαντέζου (Rouantézou) Ρουαντέζων (Rouantézon)
accusative Ρουαντέζο (Rouantézo) Ρουαντέζους (Rouantézous)
vocative Ρουαντέζε (Rouantéze) Ρουαντέζοι (Rouantézoi)