Jump to content

κυνικός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: Κυνικός

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From κῠ́ων (kŭ́ōn, dog) +‎ -ῐκός (-ĭkós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

κῠνῐκός (kŭnĭkósm (feminine κῠνῐκή, neuter κῠνῐκόν); first/second declension

  1. doglike

Inflection

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: κυνικός (kynikós)
  • Latin: cynicus

References

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κυνικός (kynikósm (feminine κυνική, neuter κυνικό)

  1. cynical

Declension

[edit]
Declension of κυνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυνικός (kynikós) κυνική (kynikí) κυνικό (kynikó) κυνικοί (kynikoí) κυνικές (kynikés) κυνικά (kyniká)
genitive κυνικού (kynikoú) κυνικής (kynikís) κυνικού (kynikoú) κυνικών (kynikón) κυνικών (kynikón) κυνικών (kynikón)
accusative κυνικό (kynikó) κυνική (kynikí) κυνικό (kynikó) κυνικούς (kynikoús) κυνικές (kynikés) κυνικά (kyniká)
vocative κυνικέ (kyniké) κυνική (kynikí) κυνικό (kynikó) κυνικοί (kynikoí) κυνικές (kynikés) κυνικά (kyniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυνικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυνικότερος (kynikóteros) κυνικότερη (kynikóteri) κυνικότερο (kynikótero) κυνικότεροι (kynikóteroi) κυνικότερες (kynikóteres) κυνικότερα (kynikótera)
genitive κυνικότερου (kynikóterou) κυνικότερης (kynikóteris) κυνικότερου (kynikóterou) κυνικότερων (kynikóteron) κυνικότερων (kynikóteron) κυνικότερων (kynikóteron)
accusative κυνικότερο (kynikótero) κυνικότερη (kynikóteri) κυνικότερο (kynikótero) κυνικότερους (kynikóterous) κυνικότερες (kynikóteres) κυνικότερα (kynikótera)
vocative κυνικότερε (kynikótere) κυνικότερη (kynikóteri) κυνικότερο (kynikótero) κυνικότεροι (kynikóteroi) κυνικότερες (kynikóteres) κυνικότερα (kynikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κυνικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυνικότατος (kynikótatos) κυνικότατη (kynikótati) κυνικότατο (kynikótato) κυνικότατοι (kynikótatoi) κυνικότατες (kynikótates) κυνικότατα (kynikótata)
genitive κυνικότατου (kynikótatou) κυνικότατης (kynikótatis) κυνικότατου (kynikótatou) κυνικότατων (kynikótaton) κυνικότατων (kynikótaton) κυνικότατων (kynikótaton)
accusative κυνικότατο (kynikótato) κυνικότατη (kynikótati) κυνικότατο (kynikótato) κυνικότατους (kynikótatous) κυνικότατες (kynikótates) κυνικότατα (kynikótata)
vocative κυνικότατε (kynikótate) κυνικότατη (kynikótati) κυνικότατο (kynikótato) κυνικότατοι (kynikótatoi) κυνικότατες (kynikótates) κυνικότατα (kynikótata)

Noun

[edit]

κυνικός (kynikósm (plural κυνικοί)

  1. cynic
  2. dog
    Synonym: (formal) κύων (kýon)

Declension

[edit]
Declension of κυνικός
singular plural
nominative κυνικός (kynikós) κυνικοί (kynikoí)
genitive κυνικού (kynikoú) κυνικών (kynikón)
accusative κυνικό (kynikó) κυνικούς (kynikoús)
vocative κυνικέ (kyniké) κυνικοί (kynikoí)