χλωρίδιο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From χλώριο (chlório) + -ίδιο (-ídio), calque of English chloride.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]χλωρίδιο • (chlorídio) n (plural χλωρίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χλωρίδιο (chlorídio) | χλωρίδια (chlorídia) |
genitive | χλωριδίου (chloridíou) | χλωριδίων (chloridíon) |
accusative | χλωρίδιο (chlorídio) | χλωρίδια (chlorídia) |
vocative | χλωρίδιο (chlorídio) | χλωρίδια (chlorídia) |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- χλώριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el