Jump to content

αιλουροειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αίλουρος (aílouros, cat) +‎ -ειδής (-eidís, -like).

Adjective

[edit]

αιλουροειδής (ailouroeidísm (feminine αιλουροειδής, neuter αιλουροειδές)

  1. feline (describing members of the suborder Feliformia or superfamily Feloidea)
  2. catlike

Declension

[edit]
Declension of αιλουροειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιλουροειδής (ailouroeidís) αιλουροειδής (ailouroeidís) αιλουροειδές (ailouroeidés) αιλουροειδείς (ailouroeideís) αιλουροειδείς (ailouroeideís) αιλουροειδή (ailouroeidí)
genitive αιλουροειδούς (ailouroeidoús)
αιλουροειδή (ailouroeidí)
αιλουροειδούς (ailouroeidoús) αιλουροειδούς (ailouroeidoús) αιλουροειδών (ailouroeidón) αιλουροειδών (ailouroeidón) αιλουροειδών (ailouroeidón)
accusative αιλουροειδή (ailouroeidí) αιλουροειδή (ailouroeidí) αιλουροειδές (ailouroeidés) αιλουροειδείς (ailouroeideís) αιλουροειδείς (ailouroeideís) αιλουροειδή (ailouroeidí)
vocative αιλουροειδή (ailouroeidí)
αιλουροειδής (ailouroeidís)
αιλουροειδής (ailouroeidís) αιλουροειδές (ailouroeidés) αιλουροειδείς (ailouroeideís) αιλουροειδείς (ailouroeideís) αιλουροειδή (ailouroeidí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιλουροειδής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιλουροειδής, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]