αιλουροειδής
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αίλουρος (aílouros, “cat”) + -ειδής (-eidís, “-like”).
Adjective
[edit]αιλουροειδής • (ailouroeidís) m (feminine αιλουροειδής, neuter αιλουροειδές)
- feline (describing members of the suborder Feliformia or superfamily Feloidea)
- catlike
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αιλουροειδής (ailouroeidís) | αιλουροειδής (ailouroeidís) | αιλουροειδές (ailouroeidés) | αιλουροειδείς (ailouroeideís) | αιλουροειδείς (ailouroeideís) | αιλουροειδή (ailouroeidí) | |
genitive | αιλουροειδούς (ailouroeidoús) αιλουροειδή (ailouroeidí) |
αιλουροειδούς (ailouroeidoús) | αιλουροειδούς (ailouroeidoús) | αιλουροειδών (ailouroeidón) | αιλουροειδών (ailouroeidón) | αιλουροειδών (ailouroeidón) | |
accusative | αιλουροειδή (ailouroeidí) | αιλουροειδή (ailouroeidí) | αιλουροειδές (ailouroeidés) | αιλουροειδείς (ailouroeideís) | αιλουροειδείς (ailouroeideís) | αιλουροειδή (ailouroeidí) | |
vocative | αιλουροειδή (ailouroeidí) αιλουροειδής (ailouroeidís) |
αιλουροειδής (ailouroeidís) | αιλουροειδές (ailouroeidés) | αιλουροειδείς (ailouroeideís) | αιλουροειδείς (ailouroeideís) | αιλουροειδή (ailouroeidí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιλουροειδής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιλουροειδής, etc.)
Related terms
[edit]- αιλουροειδή n pl (ailouroeidí, “cats”) (the family of cats)
Further reading
[edit]- Αιλουροειδή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el