ερευνάω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ερευν(ώ) (erevn(ó)) + modern ending -άω (-áo). Learnedly from Ancient Greek ἐρευνῶ (ereunô), contracted from of ἐξερευνάω (exereunáō).[1] See ἔρομαι (éromai, “to ask”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ερευνάω • (erevnáo) / ερευνώ (past ερεύνησα, passive ερευνώμαι/ερευνιέμαι, p‑past ερευνήθηκα, ppp ερευνημένος)
- to search, investigate
Conjugation
[edit]ερευνάω / ερευνώ, ερευνώμαι & ερευνιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ερευνάω, ερευνώ | ερευνήσω | ερευνώμαι - ερευνιέμαι1 | ερευνηθώ |
2 sg | ερευνάς | ερευνήσεις | ερευνάσαι - ερευνιέσαι | ερευνηθείς |
3 sg | ερευνάει, ερευνά | ερευνήσει | ερευνάται - ερευνιέται | ερευνηθεί |
1 pl | ερευνάμε, ερευνούμε | ερευνήσουμε, [‑ομε] | ερευνόμαστε, {‑ώμεθα} - ερευνιόμαστε | ερευνηθούμε |
2 pl | ερευνάτε | ερευνήσετε | ερευνάστε, {ερευνάσθε} - ερευνιέστε, (‑ιόσαστε) | ερευνηθείτε |
3 pl | ερευνάνε, ερευνάν, ερευνούν(ε) | ερευνήσουν(ε) | ερευνώνται - ερευνιούνται, (‑ιόνται) | ερευνηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ερευνούσα | ερεύνησα | — - ερευνιόμουν(α)2 | ερευνήθηκα |
2 sg | ερευνούσες | ερεύνησες | — - ερευνιόσουν(α) | ερευνήθηκες |
3 sg | ερευνούσε | ερεύνησε | {ερευνάτο} - ερευνιόταν(ε) | ερευνήθηκε |
1 pl | ερευνούσαμε | ερευνήσαμε | — - ερευνιόμασταν, (‑ιόμαστε) | ερευνηθήκαμε |
2 pl | ερευνούσατε | ερευνήσατε | — - ερευνιόσασταν, (‑ιόσαστε) | ερευνηθήκατε |
3 pl | ερευνούσαν(ε) | ερεύνησαν, ερευνήσαν(ε) | {ερευνώντο} - ερευνιόνταν(ε), ερευνιόντουσαν, ερευνιούνταν | ερευνήθηκαν, ερευνηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ερευνάω, θα ερευνώ ➤ | θα ερευνήσω ➤ | θα ερευνώμαι - ερευνιέμαι ➤ | θα ερευνηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ερευνάς, … | θα ερευνήσεις, … | θα ερευνάσαι - ερευνιέσαι, … | θα ερευνηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ερευνήσει έχω, έχεις, … ερευνημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ερευνηθεί είμαι, είσαι, … ερευνημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ερευνήσει είχα, είχες, … ερευνημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ερευνηθεί ήμουν, ήσουν, … ερευνημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ερευνήσει θα έχω, θα έχεις, … ερευνημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ερευνηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ερευνημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ερεύνα | ερεύνησε, ερεύνα | — | ερευνήσου |
2 pl | ερευνάτε | ερευνήστε | ερευνάστε - ερευνιέστε, {ερευνάσθε} | ερευνηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ερευνώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ερευνήσει ➤ | ερευνημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ερευνήσει | ερευνηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The second passive forms are colloquial but less common. 2. Colloquial forms. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]Related terms
[edit]- αδιερεύνητα (adierévnita, adverb)
- αδιερεύνητος (adierévnitos, “uninvestigated, unexplored”)
- ανεξερεύνητα (anexerévnita, adverb)
- ανεξερεύνητος (anexerévnitos, “unexplored”)
- ανερεύνηση f (anerévnisi, “(thorough) research”)
- ανερεύνητος (anerévnitos, “unresearchable; unresearched”)
- ανερευνώ (anerevnó, “examine, investigate”)
- διερεύνηση f (dierévnisi, “enquiry, investigation”)
- διερευνήσιμος (dierevnísimos, “able to be investigated”)
- διερευνητικότητα f (dierevnitikótita)
- διερευνώ (dierevnó, “inquire into, investigate”)
- δυσδιερεύνητος (dysdierévnitos, “difficult to research”)
- εξερεύνηση f (exerévnisi, “exploration”)
- εξερευνήσιμος (exerevnísimos, “able to be explored”)
- εξερευνώ (exerevnó, “explore”)
- ερευνήσιμος (erevnísimos)
- ερευνητέος (erevnitéos, “must be researched”)
- εξερευνητής m (exerevnitís, “explorer”), εξερευνήτρια f (exerevnítria)
- επανερευνώ (epanerevnó, “search again”)
- έρευνα f (érevna, “research, investigation”)
- ερευνητής m (erevnitís, “research worker”), ερευνήτρια f (erevnítria) & compounds
- ερευνητικά (erevnitiká, adverb)
- ερευνητικός (erevnitikós)
- ερευνητικότητα f (erevnitikótita)
- συνερευνητής m (synerevnitís)
- φιλέρευνος (filérevnos)
References
[edit]- ^ ερευνώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language