ανεξερεύνητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανεξερεύνητος • (anexerévnitos) m (feminine ανεξερεύνητη, neuter ανεξερεύνητο)
- uninvestigated
- unfathomable, not investigatable, uninvestigatable, unexplorable
- Synonym: ανεξιχνίαστος (anexichníastos)
Declension
[edit]Declension of ανεξερεύνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξερεύνητος • | ανεξερεύνητη • | ανεξερεύνητο • | ανεξερεύνητοι • | ανεξερεύνητες • | ανεξερεύνητα • |
genitive | ανεξερεύνητου • | ανεξερεύνητης • | ανεξερεύνητου • | ανεξερεύνητων • | ανεξερεύνητων • | ανεξερεύνητων • |
accusative | ανεξερεύνητο • | ανεξερεύνητη • | ανεξερεύνητο • | ανεξερεύνητους • | ανεξερεύνητες • | ανεξερεύνητα • |
vocative | ανεξερεύνητε • | ανεξερεύνητη • | ανεξερεύνητο • | ανεξερεύνητοι • | ανεξερεύνητες • | ανεξερεύνητα • |
Related terms
[edit]- εξερευνώ (exerevnó, “explore”)
- and see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, “search, investigate”)