Jump to content

ανεξερεύνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ne.kseˈɾev.ni.tos/
  • Hyphenation: α‧νε‧ξε‧ρευ‧νη‧τος

Adjective

[edit]

ανεξερεύνητος (anexerévnitosm (feminine ανεξερεύνητη, neuter ανεξερεύνητο)

  1. uninvestigated
    1. uninvestigated, unresearched
    2. (cartography) uncharted, unexplored
  2. unfathomable, not investigatable, uninvestigatable, unexplorable
    Synonym: ανεξιχνίαστος (anexichníastos)

Declension

[edit]
Declension of ανεξερεύνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξερεύνητος (anexerévnitos) ανεξερεύνητη (anexerévniti) ανεξερεύνητο (anexerévnito) ανεξερεύνητοι (anexerévnitoi) ανεξερεύνητες (anexerévnites) ανεξερεύνητα (anexerévnita)
genitive ανεξερεύνητου (anexerévnitou) ανεξερεύνητης (anexerévnitis) ανεξερεύνητου (anexerévnitou) ανεξερεύνητων (anexerévniton) ανεξερεύνητων (anexerévniton) ανεξερεύνητων (anexerévniton)
accusative ανεξερεύνητο (anexerévnito) ανεξερεύνητη (anexerévniti) ανεξερεύνητο (anexerévnito) ανεξερεύνητους (anexerévnitous) ανεξερεύνητες (anexerévnites) ανεξερεύνητα (anexerévnita)
vocative ανεξερεύνητε (anexerévnite) ανεξερεύνητη (anexerévniti) ανεξερεύνητο (anexerévnito) ανεξερεύνητοι (anexerévnitoi) ανεξερεύνητες (anexerévnites) ανεξερεύνητα (anexerévnita)
[edit]