Jump to content

ανεξιχνίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεξιχνίαστος (anexichníastosm (feminine ανεξιχνίαστη, neuter ανεξιχνίαστο)

  1. unfathomable, insoluble, unsolvable
    Synonym: ανεξερεύνητος (anexerévnitos)
  2. inscrutable

Declension

[edit]
Declension of ανεξιχνίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξιχνίαστος (anexichníastos) ανεξιχνίαστη (anexichníasti) ανεξιχνίαστο (anexichníasto) ανεξιχνίαστοι (anexichníastoi) ανεξιχνίαστες (anexichníastes) ανεξιχνίαστα (anexichníasta)
genitive ανεξιχνίαστου (anexichníastou) ανεξιχνίαστης (anexichníastis) ανεξιχνίαστου (anexichníastou) ανεξιχνίαστων (anexichníaston) ανεξιχνίαστων (anexichníaston) ανεξιχνίαστων (anexichníaston)
accusative ανεξιχνίαστο (anexichníasto) ανεξιχνίαστη (anexichníasti) ανεξιχνίαστο (anexichníasto) ανεξιχνίαστους (anexichníastous) ανεξιχνίαστες (anexichníastes) ανεξιχνίαστα (anexichníasta)
vocative ανεξιχνίαστε (anexichníaste) ανεξιχνίαστη (anexichníasti) ανεξιχνίαστο (anexichníasto) ανεξιχνίαστοι (anexichníastoi) ανεξιχνίαστες (anexichníastes) ανεξιχνίαστα (anexichníasta)