ερευνώμαι
Appearance
See also: ἐρευνῶμαι
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ερευνιέμαι (erevniémai) colloquial passive of ερευνάω (erevnáo)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ερευνώμαι • (erevnómai) passive (past ερευνήθηκα, ppp ερευνημένος, active ερευνώ)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: ερευνάω (erevnáo)