ερευνήτρια
Appearance
See also: ἐρευνήτρια
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ερευνήτρια • (erevnítria) f (plural ερευνήτριες, masculine ερευνητής)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ερευνήτρια (erevnítria) | ερευνήτριες (erevnítries) |
genitive | ερευνήτριας (erevnítrias) | ερευνητριών (erevnitrión) |
accusative | ερευνήτρια (erevnítria) | ερευνήτριες (erevnítries) |
vocative | ερευνήτρια (erevnítria) | ερευνήτριες (erevnítries) |
Related terms
[edit]- see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, “research, investigate”)