ερευνητής
Appearance
See also: ἐρευνητής
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ἐρευνητής (ereunētḗs).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ερευνητής • (erevnitís) m (plural ερευνητές, feminine ερευνήτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ερευνητής (erevnitís) | ερευνητές (erevnités) |
genitive | ερευνητή (erevnití) | ερευνητών (erevnitón) |
accusative | ερευνητή (erevnití) | ερευνητές (erevnités) |
vocative | ερευνητή (erevnití) | ερευνητές (erevnités) |
Related terms
[edit]- see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, “research, investigate”)
Further reading
[edit]- ερευνητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language