Jump to content

ερευνητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Ancient Greek ἐρευνητής (ereunētḗs).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ɾev.niˈtis/
  • Hyphenation: ε‧ρευ‧νη‧τής

Noun

[edit]

ερευνητής (erevnitísm (plural ερευνητές, feminine ερευνήτρια)

  1. research worker, researcher
  2. searcher, detective

Declension

[edit]
Declension of ερευνητής
singular plural
nominative ερευνητής (erevnitís) ερευνητές (erevnités)
genitive ερευνητή (erevnití) ερευνητών (erevnitón)
accusative ερευνητή (erevnití) ερευνητές (erevnités)
vocative ερευνητή (erevnití) ερευνητές (erevnités)
[edit]

Further reading

[edit]