διερεύνηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek διερεύνησις (diereúnēsis).
Noun
[edit]διερεύνηση • (dierévnisi) f (plural διερευνήσεις)
Declension
[edit]Declension of διερεύνηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διερεύνηση • | διερευνήσεις • | |
genitive | διερεύνησης • | διερευνήσεων • | |
accusative | διερεύνηση • | διερευνήσεις • | |
vocative | διερεύνηση • | διερευνήσεις • | |
Older or formal genitive singular: διερευνήσεως • |
Related terms
[edit]- διερευνώ (dierevnó)
Further reading
[edit]- διερεύνηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language