ανερεύνητος
Appearance
See also: ἀνερεύνητος
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανερεύνητος • (anerévnitos) m (feminine ανερεύνητη, neuter ανερεύνητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανερεύνητος (anerévnitos) | ανερεύνητη (anerévniti) | ανερεύνητο (anerévnito) | ανερεύνητοι (anerévnitoi) | ανερεύνητες (anerévnites) | ανερεύνητα (anerévnita) | |
genitive | ανερεύνητου (anerévnitou) | ανερεύνητης (anerévnitis) | ανερεύνητου (anerévnitou) | ανερεύνητων (anerévniton) | ανερεύνητων (anerévniton) | ανερεύνητων (anerévniton) | |
accusative | ανερεύνητο (anerévnito) | ανερεύνητη (anerévniti) | ανερεύνητο (anerévnito) | ανερεύνητους (anerévnitous) | ανερεύνητες (anerévnites) | ανερεύνητα (anerévnita) | |
vocative | ανερεύνητε (anerévnite) | ανερεύνητη (anerévniti) | ανερεύνητο (anerévnito) | ανερεύνητοι (anerévnitoi) | ανερεύνητες (anerévnites) | ανερεύνητα (anerévnita) |
Related terms
[edit]- ανεξερεύνητος (anexerévnitos, “unexplored”)
- see: ανερευνώ (anerevnó, “Ι research, explore”)
and see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, “search, investigate”)
Further reading
[edit]- ανερεύνητος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ανερεύνητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language