Jump to content

ανερεύνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.neˈɾev.ni.tos/
  • Hyphenation: α‧εν‧ρεύ‧νη‧τος

Adjective

[edit]

ανερεύνητος (anerévnitosm (feminine ανερεύνητη, neuter ανερεύνητο)

  1. unexplored, uncharted
  2. unexplorable, unresearchable

Declension

[edit]
Declension of ανερεύνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανερεύνητος (anerévnitos) ανερεύνητη (anerévniti) ανερεύνητο (anerévnito) ανερεύνητοι (anerévnitoi) ανερεύνητες (anerévnites) ανερεύνητα (anerévnita)
genitive ανερεύνητου (anerévnitou) ανερεύνητης (anerévnitis) ανερεύνητου (anerévnitou) ανερεύνητων (anerévniton) ανερεύνητων (anerévniton) ανερεύνητων (anerévniton)
accusative ανερεύνητο (anerévnito) ανερεύνητη (anerévniti) ανερεύνητο (anerévnito) ανερεύνητους (anerévnitous) ανερεύνητες (anerévnites) ανερεύνητα (anerévnita)
vocative ανερεύνητε (anerévnite) ανερεύνητη (anerévniti) ανερεύνητο (anerévnito) ανερεύνητοι (anerévnitoi) ανερεύνητες (anerévnites) ανερεύνητα (anerévnita)
[edit]

and see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, search, investigate)

Further reading

[edit]