From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly, from Ancient Greek ἐπαναφέρω ( epanaphérō , “ ascribe; recover consciousness ” ) , from ἐπανα- ( “ re-, again ” ) + φέρω ( “ bear, carry ” ) .
IPA (key ) : /e.pa.naˈfe.ɾo/
Hyphenation: ε‧πα‧να‧φέ‧ρω
επαναφέρω • (epanaféro ) (imperfect επανέφερα /επανάφερα , past επανέφερα /επανάφερα , passive επαναφέρομαι )
to reset , restore ( to a previous state )
επαναφέρω επαναφέρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επαναφέρω
επαναφέρω
επαναφέρομαι
επαναφερθώ
2 sg
επαναφέρεις
επαναφέρεις
επαναφέρεσαι
επαναφερθείς
3 sg
επαναφέρει
επαναφέρει
επαναφέρεται
επαναφερθεί
1 pl
επαναφέρουμε , [‑ομε ]
επαναφέρουμε , [‑ομε ]
επαναφερόμαστε
επαναφερθούμε
2 pl
επαναφέρετε
επαναφέρετε
επαναφέρεστε , επαναφερόσαστε
επαναφερθείτε
3 pl
επαναφέρουν (ε )
επαναφέρουν (ε )
επαναφέρονται
επαναφερθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επανέφερα , επανάφερα 1
επανέφερα , επανάφερα 1
επαναφερόμουν (α )
επαναφέρθηκα
2 sg
επανέφερες , επανάφερες
επανέφερες , επανάφερες
επαναφερόσουν (α )
επαναφέρθηκες
3 sg
επανέφερε , επανάφερε
επανέφερε , επανάφερε
επαναφερόταν (ε )
επαναφέρθηκε
1 pl
επαναφέραμε
επαναφέραμε
επαναφερόμασταν , (‑όμαστε )
επαναφερθήκαμε
2 pl
επαναφέρατε
επαναφέρατε
επαναφερόσασταν , (‑όσαστε )
επαναφερθήκατε
3 pl
επανέφεραν , επαναφέραν (ε ), επανάφεραν
επανέφεραν , επαναφέραν (ε ), επανάφεραν
επαναφέρονταν , (επαναφερόντουσαν )
επαναφέρθηκαν , επαναφερθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επαναφέρω ➤
θα επαναφέρω ➤
θα επαναφέρομαι ➤
θα επαναφερθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επαναφέρεις , …
θα επαναφέρεις , …
θα επαναφέρεσαι , …
θα επαναφερθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επαναφέρει
έχω, έχεις, … επαναφερθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επαναφέρει
είχα, είχες, … επαναφερθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επαναφέρει
θα έχω, θα έχεις, … επαναφερθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επανάφερε
επανάφερε
—
επαναφέρσου
2 pl
επαναφέρετε
επαναφέρετε
επαναφέρεστε
επαναφερθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επαναφέροντας ➤
επαναφερόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας επαναφέρει ➤
—
Nonfinite form➤
επαναφέρει
επαναφερθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The second forms without internal augment -ε- are colloquial, less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: φέρω ( féro , “ bear, carry ” )