Jump to content

αστείος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἀστεῖος (asteîos).

Adjective

[edit]

αστείος (asteíosm (feminine αστεία, neuter αστείο)

  1. funny, amusing, comical, comic
  2. trivial
  3. laughable

Declension

[edit]
Declension of αστείος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστείος (asteíos) αστεία (asteía) αστείο (asteío) αστείοι (asteíoi) αστείες (asteíes) αστεία (asteía)
genitive αστείου (asteíou) αστείας (asteías) αστείου (asteíou) αστείων (asteíon) αστείων (asteíon) αστείων (asteíon)
accusative αστείο (asteío) αστεία (asteía) αστείο (asteío) αστείους (asteíous) αστείες (asteíes) αστεία (asteía)
vocative αστείε (asteíe) αστεία (asteía) αστείο (asteío) αστείοι (asteíoi) αστείες (asteíes) αστεία (asteía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αστείος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστείος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστειότερος (asteióteros) αστειότερη (asteióteri) αστειότερο (asteiótero) αστειότεροι (asteióteroi) αστειότερες (asteióteres) αστειότερα (asteiótera)
genitive αστειότερου (asteióterou) αστειότερης (asteióteris) αστειότερου (asteióterou) αστειότερων (asteióteron) αστειότερων (asteióteron) αστειότερων (asteióteron)
accusative αστειότερο (asteiótero) αστειότερη (asteióteri) αστειότερο (asteiótero) αστειότερους (asteióterous) αστειότερες (asteióteres) αστειότερα (asteiótera)
vocative αστειότερε (asteiótere) αστειότερη (asteióteri) αστειότερο (asteiótero) αστειότεροι (asteióteroi) αστειότερες (asteióteres) αστειότερα (asteiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αστειότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστειότατος (asteiótatos) αστειότατη (asteiótati) αστειότατο (asteiótato) αστειότατοι (asteiótatoi) αστειότατες (asteiótates) αστειότατα (asteiótata)
genitive αστειότατου (asteiótatou) αστειότατης (asteiótatis) αστειότατου (asteiótatou) αστειότατων (asteiótaton) αστειότατων (asteiótaton) αστειότατων (asteiótaton)
accusative αστειότατο (asteiótato) αστειότατη (asteiótati) αστειότατο (asteiótato) αστειότατους (asteiótatous) αστειότατες (asteiótates) αστειότατα (asteiótata)
vocative αστειότατε (asteiótate) αστειότατη (asteiótati) αστειότατο (asteiótato) αστειότατοι (asteiótatoi) αστειότατες (asteiótates) αστειότατα (asteiótata)

Synonyms

[edit]
[edit]