Jump to content

ουροδοχείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ούρο (oúro, urine) +‎ δοχείο (docheío, container)

Noun

[edit]

ουροδοχείο (ourodocheíon (plural ουροδοχεία)

  1. bedpan, bed urinal

Declension

[edit]
singular plural
nominative ουροδοχείο (ourodocheío) ουροδοχεία (ourodocheía)
genitive ουροδοχείου (ourodocheíou) ουροδοχείων (ourodocheíon)
accusative ουροδοχείο (ourodocheío) ουροδοχεία (ourodocheía)
vocative ουροδοχείο (ourodocheío) ουροδοχεία (ourodocheía)